- ἵανα
- ἵανα (ἴαννα cod.)· τὰ βαλλόμενα, ἀπὸ τοῦ ἱέναι, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αποκουτιαίνω — ιανα, ιάθηκα. 1. μτβ., κάνω κάποιον να αποβλακωθεί: Τον αποκούτιανε τον άνθρωπο με τις ανοησίες του. 2. αμτβ., αποβλακώνομαι: Ο γιος μας φοβούμαι πως αποκούτιανε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλιτιανά — τὰ, Μ μέτρα διανομής σιτηρεσίου σε στρατιώτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλίτια «συσσίτια» + κατάλ. ιανά, ουδ. πληθ. τού ιανός] … Dictionary of Greek
Ιταλιάνος — ο θηλ. ιάνα Ιταλός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)